Δημογραφικό: Συνταξιούχος 1 στους 3 Έλληνες έως το 2050 – Στον χαμηλότερο δείκτη γονιμότητας της ΕΕ 4 ελληνικές Περιφέρειες
Οι επιστήμονες στη χώρα μας κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου εδώ και χρόνια για το δημογραφικό. Τα στοιχεία είναι απογοητευτικά για έναν πληθυσμό που γερνάει με φρενήρεις ρυθμούς (μείωση 25% έως το 2070) και δεν γεννάει ώστε να γίνει αναπλήρωση.
Το 2022, η Ελλάδα κατέγραψε λιγότερες από 77.000 γεννήσεις, τις χαμηλότερες εδώ και σχεδόν έναν αιώνα, ενώ οι θάνατοι έφτασαν τις 140.000. Παράλληλα από τις 72.244 γεννήσεις του 2023, οι 20.000 είναι από αλλοδαπούς πρόσφυγες ή μετανάστες.
Μέχρι το 2050, το 35% του πληθυσμού της Ελλάδας θα είναι συνταξιούχοι, σύμφωνα με πρόβλεψη των Ηνωμένων Εθνών, όπως επισημάνθηκε σε ημερίδα με θέμα «Υπογεννητικότητα στην Ελλάδα: αίτια και αντιμετώπιση», που πραγματοποιήθηκε στα γραφεία του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
Ειδικοί επιστήμονες παρουσίασαν στοιχεία για την απότομη πτώση των γεννήσεων και τη δημογραφική πορεία της χώρας, με γενικό συμπέρασμα ότι το 2050 οι Έλληνες θα είναι μόλις 8.000.000 κάτοικοι στη χώρα, ενώ το 36% αυτών των κατοίκων θα είναι πάνω από 65 ετών.
Στην υπογεννητικότητα και την αναβολή τεκνοποίησης λόγω κοινωνικών, οικονομικών και επαγγελματικών συνθηκών, αναφέρθηκε στο ΑΜΠΕ η μαιευτήρας – γυναικολόγος, διδάκτωρ ΑΠΘ, Δρ Βιολέττα Βαΐτση. «Πρέπει να αφυπνιστούμε. Ήδη την περασένη χρονιά ανακοινώθηκε ότι στη χώρα μας οι θάνατοι είναι πλέον διπλάσιοι από τις γεννήσεις», τόνισε η κ. Βαΐτση.
Μιλώντας για τα αίτια της υπογεννητικότητας στη χώρα, ανέφερε ότι «είναι κατά βάθος κοινωνικά, είναι η κουλτούρα ζωής, η αύξηση του βιοτικού επιπέδου και φυσικά η οικονομική κρίση που οδήγησε τον κόσμο να μη μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτή την κουλτούρα. Η γενιά Z και η γενιά X θεωρούν τροχοπέδη την οικογένεια. Συχνά πιστεύουν πως θα στερηθούν πράγματα αν γίνουν γονείς. Είναι ο τρόπος που είναι μεγαλωμένοι και δεν θέλουν να τους λείψει τίποτα. Οπότε δύσκολα θα αποφασίσουν να κάνουν οικογένεια».
Επίσης, σημαντικό θέμα είναι η θέση της γυναίκας στην εργασία, καθώς πρώτα θα πρέπει να καταξιωθεί επαγγελματικά και στη συνέχεια να κάνει παιδιά, επεσήμανε η γιατρός, ενώ εξέφρασε την άποψη ότι αυτά θα πρέπει να γίνονται παράλληλα.
Όπως τόνισε η κ. Βαΐτση, για να αλλάξουν τα σημερινά δεδομένα της υπογεννητικότητας στην Ελλάδα «θα πρέπει να εφαρμοστεί μία κυβερνητική πολιτική που θα ενισχύσει το κοινωνικό κομμάτι» και συμπλήρωσε ότι θα πρέπει να στηριχθεί επιπλέον στην εργασία της η νέα μητέρα, να έχει μεγαλύτερη στήριξη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και παράλληλα να αυξηθούν οι δομές φύλαξης των βρεφών και των παιδιών.
Την απαισιοδοξία της ότι μπορούμε να έχουμε σε βάθος δεκαετίας σημαντικές διαφοροποιήσεις προς τη θετική κατεύθυνση, σε ό,τι αφορά το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στη χώρα, εξέφρασε η διευθύντρια Ερευνών του Ανεξάρτητου Ερευνητικού Οργανισμού διαΝΕΟσις, Φαίη Μακαντάση.
Η ίδια υποστήριξε ότι σε κάθε περίπτωση πρέπει να ληφθούν τώρα ουσιαστικά μέτρα, ώστε να εμποδίσουμε την κατρακύλα των δημογραφικών δεικτών και υπογράμμισε ότι το αποτελεσματικότερο μέτρο όλων είναι να εννοήσουμε ξανά τον εαυτό μας και να αλλάξουμε ως κοινωνία τις προτεραιότητές μας και το πολιτισμικό μοντέλο που πλέον ακολουθούμε, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο.
«Διερευνήσαμε τις προθέσεις των γυναικών παραγωγικής ηλικίας στο θέμα της τεκνοποίησης. Με βάση τις απαντήσεις τους θα γεννιούνταν στη χώρα μας κατά μέσο όρο 2,3 παιδιά ανά γυναίκα. Στην ερώτησή μας για ποιο λόγο δεν το κάνουν πράξη αυτό και γεννιούνται κατά μέσο όρο λιγότερα παιδιά ανά γυναίκα, το 80% των ερωτηθέντων απάντησε ότι η αιτία είναι η οικονομική δυσχέρεια.
Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει στο βαθμό, στον οποίο δηλώνεται. Η πραγματικότητα είναι ότι έχει αλλάξει το πολιτιστικό μοντέλο ζωής και δεν αποτελούν προτεραιότητά μας τα παιδιά. Κάνουμε ένα παιδί, για να καλυφθούμε εμείς περισσότερο για ψυχολογικούς λόγους και όχι, για παράδειγμα, γιατί χρειαζόμαστε περισσότερα εργατικά χέρια όπως στο παρελθόν», σημείωσε η κ. Μακαντάση.
Με βάση τα στοιχεία που παρέθεσε στην ημερίδα η κ. Μακαντάση, από το 1960 παρατηρείται απρόσκοπτη μείωση των γεννήσεων, με αποτέλεσμα καμία γενιά να μην έχει αναπληρωθεί. Για να συνέβαινε αυτό, θα έπρεπε η κάθε γυναίκα στην παραγωγική ηλικία να γεννούσε κατά μέσο όρο 2,1 παιδιά.
«Δυστυχώς, όλο αυτό το διάστημα βρίσκουμε τον μέσο όρο ακόμα και κάτω από την παγίδα γονιμότητας που είναι τα 1,5 παιδιά ανά γυναίκα και κάποιες χρονιές ακόμα και κάτω από τον ακραία χαμηλό δείκτη γονιμότητας 1,3 παιδιά ανά γυναίκα. Με το δείκτη στο 1,5 ανά γυναίκα για 65 συναπτά έτη ο πληθυσμός μιας χώρας μειώνεται στο μισό, ενώ με το δείκτη κάτω από το 1,3 παιδιά ανά γυναίκα ο πληθυσμός φτάνει στο μισό σε 44 χρόνια», τόνισε η κ. Μακαντάση.
Στο «κόκκινο» 4 Περιφέρειες
Οι Σκανδιναβικές χώρες, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία έχουν υγιείς δείκτες γονιμότητας, καθώς εφαρμόζουν ισχυρά μέτρα οικογενειακής και κοινωνικής στήριξης. Σήμερα στην Ελλάδα ο μέσος όρος του δείκτη γονιμότητας βρίσκεται στο 1,38 παιδιά ανά γυναίκα και είναι ένας από τους χαμηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
«Υπάρχουν περιφερειακές ενότητες, όπως της Ροδόπης, της Φλώρινας, της Φθιώτιδας και του Έβρου, όπου ο μέσος όρος του δείκτη βρίσκεται στο 0,8, στο 0,9 και στο ένα παιδί ανά γυναίκα. Πρέπει να σημειωθεί ότι μεταξύ των είκοσι περιφερειακών ενοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το χαμηλότερο δείκτη γονιμότητας συναντάμε τέσσερις ελληνικές.
Γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται και περιφερειακή προσέγγιση για την αντιμετώπιση του προβλήματος των μειωμένων γεννήσεων. Να δούμε, δηλαδή, στοχευμένα, ποια συγκεκριμένα μέτρα πρέπει να εφαρμόσουμε, για παράδειγμα, στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου. Σε αυτό πρέπει να βοηθήσουν και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης των περιοχών με μεγάλη υπογεννητικότητα, ώστε να κάνουν τις περιοχές τους περισσότερο ελκυστικές για την εγκατάσταση νέων ανθρώπων. Είναι μεγάλο λάθος το 50% του πληθυσμού της χώρας μας να ζει μόλις στο 4% του εδάφους της», σημειώνει η κ. Μακαντάση.
Κατά την διευθύντρια Ερευνών του διαΝΕΟσις, κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για την αντιμετώπιση του προβλήματος της υπογεννητικότητας. Ωστόσο, απαιτούνται και άλλες δράσεις, αφού από μόνα τους τα οικονομικά κίνητρα δεν αρκούν.
«Αν και τα οικονομικά κίνητρα οριακά αλλάζουν το δείκτη γονιμότητας, προφανώς και χρειάζονται και πρέπει να υιοθετούνται. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθούν και άλλα μέτρα και να γίνουν και άλλες παροχές, όπως αυτήν της χορήγησης γενναιόδωρων γονικών αδειών και στους δύο γονείς, στο πλαίσιο του σκανδιναβικού μοντέλου», τονίζει η κ. Μακαντάση.
Κατά την ίδια, στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσαν να δοθούν κίνητρα σε μεγάλες επιχειρήσεις, ώστε στους χώρους τους να δημιουργηθούν βρεφονηπιακοί σταθμοί για τις εργαζόμενες μητέρες. Με το μέτρο αυτό θα ενισχυόταν η συμμετοχή των γυναικών στην εργασία, χωρίς να είχαμε ταυτόχρονη μείωση των γεννήσεων.
Γάμος και οικογένεια
Οι νέοι σήμερα δεν θεωρούν την οικογένεια ως μέρος της δημιουργίας. Ξεχνούν ότι το να υπάρχουν νέοι σημαίνει νέες ανακαλύψεις, νέες ιδέες. Και αγοράζουν συχνά κατοικίδια ως υποκατάστατα του παιδιού που δεν έχουν.
Σήμερα μόλις το 25% των γυναικών 26 ετών είναι παντρεμένες, ενώ το 1990 το ποσοστό αυτό ήταν 50%. Ταυτόχρονα το 66,7% των νέων 18-34 ετών μένει ακόμη στο πατρικό σπίτι.
Όπως ανέφερε η κυρία Βαΐτση «στις άλλες χώρες η μείωση των γάμων δεν επηρέασε τη γονιμότητα. Στην Ελλάδα έχουμε το μικρότερο ποσοστό γεννήσεων εκτός γάμου, στο 9,4%. Επίσης σκεφτείτε πως το 2008 οι νέοι ηλικίας 18-34 σε ποσοστό 58,4% έμεναν με τους γονείς τους. Το 2017 το ποσοστό άγγιξε το 66.7%. Μιλάμε για τους μισούς Έλληνες με πλήρη απασχόληση που μένουν με τους γονείς τους.
Επίσης στη χώρα μας μία στις 3 γυναίκες γεννάει σε ηλικία 30-34 ετών, μία στις 4 σε ηλικία 35-39 χρονών και έχουμε το υψηλότερο ποσοστό από γέννες σε ηλικίες άνω των 40 ετών στο 5,3%.
Η απόφαση για απόκτηση παιδιού διαφέρει ανάλογα με το που βρίσκεται η περιοχή όπου μένουν οι γονείς.
«Στις ακριτικές και ηπειρωτικές περιοχές υπάρχει πρόβλημα προσβασιμότητας σε υπηρεσίες υγείας. Σε αρκετά νησιά δεν υπάρχουν γυναικολόγοι ή πρότυπα κέντρα υγείας. Οπότε οι περισσότερες εγκυμονούσες φεύγουν τον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης τους για πιο κεντρικά νησιά ή και στην ηπειρωτική χώρα για να γεννήσουν» αναφέρει η κυρία Βαΐτση.
Στις ημιαστικές περιοχές τα προβλήματα είναι οικονομικού χαρακτήρα σχετικά με την σύνδεση μητρότητας με τις συνθήκες και το κανονιστικό πλαίσιο εργασίας. Στις αστικές περιοχές τέλος μπαίνει και το θέμα της ανεργίας και των περιορισμών που επιβάλλει το εργασιακό περιβάλλον στις εγκύους.