Ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων Δημοσίου

31 Οκτωβρίου 2011

.Ο χρόνος της διαθεσιμότητας λόγω επικείμενης συνταξιοδότησης του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 33 λογίζεται συντάξιμος και προσμετράται στη λοιπή συντάξιμη υπηρεσία του υπαλλήλου. Κατά τη διάρκεια της

 διαθεσιμότητας ο υπάλληλος εξακολουθεί να ασφαλίζεται για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση, πρόνοια και υγειονομική περίθαλψη στους οικείους φορείς που ήταν ασφαλισμένος κατά το χρόνο που τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Οι αναλογούσες εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη, όπου αυτές προβλέπονται, βαρύνουν το Δημόσιο, υπολογίζονται επί των συντάξιμων αποδοχών, όπως αυτές ορίζονται στην περίπτωση α’ της παραγράφου 2 και αποδίδονται στους οικείους φορείς. Οι ανωτέρω συντάξιμες αποδοχές λαμβάνονται υπόψη και για τον υπολογισμό της σύνταξης του υπαλλήλου.

 

2.α.Η σύνταξη των προσώπων που εντάσσονται στο μισθολόγιο του Δευτέρου Κεφαλαίου εξακολουθεί να υπολογίζεται με βάση τις συντάξιμες αποδοχές τους, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά την προηγουμένη της έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος νόμου, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 38 του ν. 3986/2011 (Α’ 152).

β. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα έχουν εξέλθει της υπηρεσίας από 1.7.2011 έως 31.10.2011.

γ. Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος νόμου, οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές για κύρια σύνταξη, επικουρική ασφάλιση, πρόνοια και υγειονομική περίθαλψη των προσώπων των προηγούμενων περιπτώσεων, υπολογίζονται επί των ανωτέρω συντάξιμων αποδοχών.

δ. Οι διατάξεις της περίπτωσης α’ έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα έχουν εξέλθει της Υπηρεσίας μέχρι την 30ή Ιουνίου 2011, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων της παραγράφου 5 του άρθρου 38 του ν. 3986/2011.

ε. Η οικογενειακή παροχή εξακολουθεί να χορηγείται στους συνταξιούχους του Δημοσίου γενικά, που έχουν εξέλθει από την υπηρεσία μέχρι την 31.10.2011 με βάση τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του ν. 3205/2003 (Α’ 297). Οικογενειακή παροχή που καταβάλλεται με τις συντάξεις του Δημοσίου γενικά, για όσους εξέλθουν της υπηρεσίας από 1.11.2011 και μετά, υπολογίζεται με τους όρους και τις προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 17 του παρόντος νόμου.

στ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής ισχύουν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2015.

ζ. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 3865/2010 (Α’ 120) αντί των λέξεων «από 1.1.2014» τίθενται οι λέξεις «από 1.1.2016».

3. Οι διατάξεις του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992 (Α’ 165) αντικαθίστανται από 1.1.2011 ως εξής:

«7. Υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου, καθώς και στρατιωτικοί που έχουν ασφαλισθεί, για κύρια σύνταξη, σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό πριν την 1.1.1993, δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007, εφόσον συμπληρώνουν 15ετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία και αποχωρούν με αίτησή τους. Η σύνταξη όμως αυτή αρχίζει να καταβάλλεται μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους.»

4.Οι διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 (Α’ 180) έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των προεδρικών διαταγμάτων 167/2007 (Α’ 208) και 168/2007 (Α’ 209).

5.α. Οι διατάξεις της παραγράφου 12 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007, που προστέθηκαν με την παρ. 13 του άρθρου 1 του ν. 4002/2011 (Α’ 180) αντικαθίστανται, ως εξής:

«12. Δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση η ανάκληση πράξης με την οποία έχει αναγνωρισθεί συντάξιμος χρόνος με καταβολή συμπληρωματικής εισφοράς εξαγοράς ή εισφοράς εξαγοράς ούτε η έκδοση νέας πράξης με την οποία περιορίζεται χρόνος που έχει ήδη αναγνωρισθεί ως συντάξιμος με καταβολή συμπληρωματικής εισφοράς εξαγοράς ή εισφοράς εξαγοράς, μετά την παρέλευση της προθεσμίας που ορίζεται στην παράγραφο 2β.

Κατ’ εξαίρεση, αναγνωριστική πράξη που έχει εκδοθεί μπορεί να ανακληθεί στο σύνολο της, μετά από αίτηση του υπαλλήλου οποτεδήποτε, εφόσον ο χρόνος που έχει αναγνωρισθεί με αυτήν μπορεί να χρησιμεύσει για την θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος στο Δημόσιο ή σε άλλον ασφαλιστικό φορέα.

Επίσης κατ’ εξαίρεση, και μετά από αίτηση του υπαλλήλου, είναι επιτρεπτή η έκδοση τροποποιητικής πράξης, με την οποία περιορίζεται ο χρόνος που έχει ήδη αναγνωρισθεί ως συντάξιμος με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 1405/1983 εφόσον το αρμόδιο συνταξιοδοτικό όργανο διαπιστώσει ότι σε αυτόν έχει συνυπολογισθεί και χρόνος που απετέλεσε απαραίτητο προσόν κατά την πρόσληψη του υπαλλήλου στη δημόσια υπηρεσία και η αναγνώρισή του ως συντάξιμου δεν απαιτούσε την καταβολή συμπληρωματικής εισφοράς εξαγοράς.

Αναγνωριστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 17 παράγραφος 2 και 20 παράγραφος 4 του ν. 2084/1992 χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση του ενδιαφερομένου για καταβολή εισφοράς εξαγοράς για τον αναγνωριζόμενο χρόνο, ανακαλούνται στο σύνολο τους οποτεδήποτε, είτε μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου είτε οίκοθεν από το αρμόδιο συνταξιοδοτικό όργανο, όταν αυτό διαπιστώσει το μη σύννομο της έκδοσής τους.

Ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί από τον υπάλληλο για την αναγνώριση του χρόνου που αναφέρεται στις παραπάνω περιπτώσεις δεν επιστρέφονται μετά την παρέλευση πενταετίας από την έκδοση των πράξεων που ανακαλούνται ή τροποποιούνται.»

β. Η ισχύς των ανωτέρω διατάξεων αρχίζει από 1.1.2011.

γ. Αιτήσεις για ανάκληση αναγνωριστικών πράξεων ή για περιορισμό χρόνου που έχει ήδη αναγνωρισθεί, οι οποίες έχουν υποβληθεί και εκκρεμούν για εξέταση στις Διευθύνσεις Συντάξεων, καθώς και οι σχετικές πράξεις που έχουν ήδη εκδοθεί και εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο στις Διευθύνσεις Συντάξεων, τίθενται στο αρχείο, με εξαίρεση όσες αιτήσεις έχουν υποβληθεί εντός της προθεσμίας της παραγράφου 2β του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007.

6.Η διάταξη της περίπτωσης β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του π.δ. 169/2007 αντικαθίσταται ως εξής:

«β) στο προσωπικό εσωτερικής φύλαξης και εξωτερικής φρούρησης των γενικών, ειδικών και θεραπευτικών καταστημάτων κράτησης και των ιδρυμάτων αγωγής ανηλίκων,».

7.Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν.3865/2010 (Α’ 120) αντικαθίσταται από της ισχύος του ως εξής:

«Οι ασφαλιστικές εισφορές για κύρια και επικουρική σύνταξη (εργοδότη και ασφαλισμένου) που έχουν καταβληθεί στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΕΤΕΑΜ για το παραπάνω χρονικό διάστημα αποδίδονται στο Δημόσιο και τα Μετοχικά Ταμεία κατά περίπτωση, εντός εξαμήνου από την κοινοποίηση σε αυτά της σχετικής πράξης αναγνώρισης.»

8.Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν. 3865/2010 αντικαθίστανται ως εξής:

«1. Πρόσωπο του οποίου λήγουν τα καθήκοντα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, δικαιούται να μεταφέρει στον ελληνικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης που είχε υπαχθεί πριν την ανάληψη υπηρεσίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση ή που υπήχθη μετά τη λήξη των καθηκόντων του, το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο των δικαιωμάτων σύνταξης που είχε αποκτήσει στην Ευρωπαϊκή Ενωση, συμπεριλαμβανομένου και του χρόνου που τυχόν είχε μεταφέρει στο συνταξιοδοτικό σύστημα αυτής. Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος δεν έχει ασφαλιστικό χρόνο σε ελληνικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης, το ανωτέρω ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο μεταφέρεται στο ασφαλιστικό καθεστώς του ΙΚΑ.»

9.Οι διατάξεις της υποπερίπτωσης ί της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 6 του άρθρου 18 του ν. 3865/2010 αντικαθίστανται ως εξής:

«ί. για ποσά αναλογιστικού ισοδύναμου που έχουν ήδη μεταφερθεί στο συνταξιοδοτικό σύστημα των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ενωσης μέχρι την ημερομηνία ισχύος των διατάξεων του νόμου αυτού, νοείται η ημερομηνία έκδοσης της σχετικής τραπεζικής εντολής, βάσει της οποίας πιστώθηκε ο αντίστοιχος τραπεζικός λογαριασμός της Ευρωπαϊκής Ενωσης.»

10.α.Από 1.11.2011 στους συνταξιούχους του Δημοσίου, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας, μειώνεται κατά 40% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.000 ευρώ. Η κατά τα ανωτέρω μείωση διακόπτεται από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνο κατά τον οποίο συμπληρώνεται το 55ο έτος της ηλικίας. Όσοι δεν εμπίπτουν στην ανωτέρω μείωση, μειώνεται κατά 20% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξής τους που υπερβαίνει τα 1.200 ευρώ.

β. Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το ποσό της μηνιαίας βασικής σύνταξης, καθώς και τα συγκαταβαλλόμενα με αυτή ποσά του επιδόματος εξομάλυνσης του άρθρου 1 του ν. 3670/2008 (Α’ 117) και της τυχόν προσωπικής και αμεταβίβαστης διαφοράς, αφαιρουμένου του ποσού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων του άρθρου 11 του ν. 3865/2010, όπως ισχύει μετά την παρ. 13 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 και της επιπλέον εισφοράς της περίπτωσης α’ του ίδιου άρθρου και νόμου.

γ. Εξαιρούνται της μείωσης που προβλέπεται στην περίπτωση α’ όσοι λαμβάνουν με τη σύνταξή τους επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 ή των άρθρων 100 έως και 104 του π.δ. 168/2007 (Α’ 209) ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α’ 120) και 1977/1991 (Α’ 185), καθώς και οι συνταξιούχοι που έχουν ανάπηρο σύζυγο ή ανάπηρο τέκνο σε ποσοστό 80% και άνω. Ειδικά από τη μείωση του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α’, εξαιρούνται και οι στρατιωτικοί συνταξιούχοι που αποστρατεύτηκαν αυτεπάγγελτα από την Υπηρεσία, καθώς και όσοι εξ αυτών συνταξιοδοτήθηκαν με τη συμπλήρωση τουλάχιστον τριάντα πέντε (35) ετών συντάξιμης υπηρεσίας.

δ. Στις περιπτώσεις καταβολής στο ίδιο πρόσωπο δύο συντάξεων από το Δημόσιο, η κατά περίπτωση μείωση της παραγράφου α’ διενεργείται επί της κάθε σύνταξης χωριστά.

ε. Στις περιπτώσεις που στη σύνταξη συντρέχουν περισσότεροι του ενός δικαιούχοι, η μείωση του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης α’ της παραγράφου αυτής, θα διενεργηθεί επί του καταβαλλόμενου ποσού σύνταξης σε κάθε δικαιούχο χωριστά.

στ. Τα ποσά που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω μείωση των συντάξεων αποτελούν έσοδα του Δημοσίου.

ζ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τις χορηγίες που καταβάλλει το Δημόσιο.

11. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς τουν.δ. 3395/1955 (Α’ 276).